απολογητικος

απολογητικος
    ἀπολογητικός
    3
    защитительный, оправдательный
    

(λόγος Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απολογητικος" в других словарях:

  • ἀπολογητικός — suitable for defence masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απολογητικός — ή, ό (AM ἀπολογητικός, ή, όν) κατάλληλος για απολογία νεοελλ. 1. σχετικός με την απολογία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἀπολογητική ο τομέας της Συστηματικής Θεολογίας που αποβλέπει στη δικαίωση της χριστιανικής πίστης με την επισήμανση της αξιοπιστίας… …   Dictionary of Greek

  • απολογητικός — ή, ό 1. αυτός που έχει να κάνει με την απολογία: Η στάση που πήρε στην υπόθεση αυτή ήταν καθαρά απολογητική. 2. αυτός που συντάχθηκε για υπεράσπιση: Ορισμένοι χριστιανοί συγγραφείς έγραψαν σημαντικά απολογητικά έργα. 3. το θηλ. ως ουσ., η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπολογητικόν — ἀπολογητικός suitable for defence masc acc sg ἀπολογητικός suitable for defence neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολογητικοῖς — ἀπολογητικός suitable for defence masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολογητικοῦ — ἀπολογητικός suitable for defence masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολογητική — ἀπολογητικός suitable for defence fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολογητικήν — ἀπολογητικός suitable for defence fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολογητικῶς — ἀπολογητικός suitable for defence adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολογητικῷ — ἀπολογητικός suitable for defence masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГРИГОРИЙ БОГОСЛОВ — [Назианзин; греч. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Ναζιανζηνός] (325 330, поместье Арианз (ныне Сиврихисар, Турция) близ Карвали (ныне Гюзельюрт), к югу от г. Назианза, Каппадокия 389 390, там же), свт. (пам. 25 янв., 30 янв. в Соборе Трех святителей; пам …   Православная энциклопедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»